παρηγορώ

παρηγορώ
παρηγορώ, παρηγόρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. παρηγοράω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρηγορώ — έω / παρηγορῶ, έω, ΝΜΑ [παρήγορος] προσφέρω σε κάποιον παρηγοριά, συντελώ στην ανακούφιση κάποιου από τον ψυχικό πόνο του και τού ενσταλάζω ελπίδα και αισιοδοξία («όλες οι μάννες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται», δημ. τραγούδι) αρχ. 1. προτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • παρηγορώ — παρηγόρησα 1. δίνω σε κάποιον παρηγοριά, καθησυχάζω κάποιον, ανακουφίζω με τα λόγια μου: Με τι λόγια να τον παρηγορήσεις σ αυτή τη συμφορά του; 2. μέσ., παρηγορούμαι παρηγορήθηκα, παρηγορημένος, ανακουφίζομαι, συνέρχομαι: Όταν βλέπω άλλους σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρηγορῶ — παρηγορέω address pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορία — η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία νεοελ. 1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό… …   Dictionary of Greek

  • παρηγορίζω — 1. παρηγορώ 2. συνεκδ. γλυκαίνω, ηδύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ, κατά τα ρ. σε ίζω (κατηγορώ: κατηγορίζω)] …   Dictionary of Greek

  • συμπαρηγορώ — έω, Μ [παρηγορῶ] παρηγορώ συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αποθεραπεύω — (Α ἀποθεραπεύω) 1. θεραπεύω εντελώς, ολοκληρώνω τη θεραπεία 2. ανακουφίζω, παρηγορώ κάποιον αρχ. περιποιούμαι κάποιον …   Dictionary of Greek

  • γιατρεύω — και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) [ιατρός] 1. θεραπεύω 2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον 3. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπαρηγορώ — ( άω) παρηγορώ κάποιον με γλυκά λόγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”